αναρροφητικός

αναρροφητικός
-ή, -ό
ο κατάλληλος για αναρρόφηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναρρόφηση (-ις). Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος (αρχή εκδ. 1833) ως επίθετο του ουσ. μηχανή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”